- ἐπιπνοίαι
- ἐπιπνοίᾱͅ , ἐπίπνοιαbreathing uponfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπίπνοιαι — ἐπίπνοια breathing upon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπνοια — ἐπίπνοια, ἡ (AM) [επίπνους] θεία έμπνευση (α. «κατὰ θείαν ἐπίπνοιαν» β. «ἄνευ τινὸς ἐπιπνοίας θεῶν», Πλάτ.) αρχ. φύσημα, πνοή («ἐπίπνοιαι χειμεριναί», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek